ραβδοειδής

ραβδοειδής
-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει σχήμα ράβδου, ο όμοιος με ράβδο («ῥαβδοειδὴς πόα», Διοσκ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει γραμμές, γραμμωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥαβδοειδής — striped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδοειδεῖς — ῥαβδοειδής striped masc/fem acc pl ῥαβδοειδής striped masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδοειδές — ῥαβδοειδής striped masc/fem voc sg ῥαβδοειδής striped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδοειδέσι — ῥαβδοειδής striped masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαβδοειδέσιν — ῥαβδοειδής striped masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • οβελιαίος — α, ο (Α ὀβελιαῑος, αία, ον) 1. αυτός που έχει σχήμα οβελού και, γενικά, ράβδου, ραβδοειδής 2. φρ. «οβελιαία ραφή» η ραφή με την οποία συνδέονται τα δύο βρεγματικά οστά τού κρανίου νεοελλ. 1. ανατ. αυτός που έχει διεύθυνση από τα εμπρός προς τα… …   Dictionary of Greek

  • ραβδώδης — ῶδες, Μ [ῥάβδος] ραβδοειδής …   Dictionary of Greek

  • ράβδωση — η ραβδοειδής γραμμή: Στους αρχαίους ναούς οι κίονες έχουν συνήθως ραβδώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”